Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκλητικός
1 εγγραφή
προκλητικός -ή -ό [proklitikós] Ε1 : 1. που έχει την ιδιότητα να προκαλεί, που εμπεριέχει πρόκληση: Προκλητική ενέργεια / συμπεριφορά. Προκλητική γυναίκα. Προκλητική σπατάλη χρημάτων. 2. που επιδιώκει, που συμπεριφέρεται έτσι ώστε να προκαλεί: Mη γίνεσαι ~. Στις απαντήσεις του ήταν ~. 3. που ερεθίζει, που διεγείρει ερωτικά, σεξουαλικά: Προκλητικό βλέμμα / ντύσιμο / ντεκολτέ. Kάθισε σε μια προκλητική στάση. προκλητικά ΕΠIΡΡ: Kαπνίζει / κοιτάζει / συμπεριφέρεται ~.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. προκλητικός· 3: σημδ. γαλλ. provocant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες