Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προκλασικός -ή -ό [proklasikós] Ε1 : (φιλολ., αρχαιολ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην περίοδο αμέσως πριν από την κλασική: ~ συγγραφέας / καλλιτέχνης. Προκλασική τέχνη.
[λόγ. προ- κλασικός μτφρδ. γαλλ. préclassique]