Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προκειμένου [prokiménu] : στη συνδεσμική έκφραση ~ να
, αν, εφόσον πρόκειται, μέλλει να συμβεί κτ.: ~ να γίνει φασαρία, προτιμώ να υποχωρήσω. ~ να πετύχει, δε λογαριάζει τίποτα.
[λόγ. < αρχ. προκειμένου γεν. ουδ. της μπε. προκείμενος]



