Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκείμενος
1 εγγραφή
προκείμενος -η -ο [prokímenos] Ε5 : (λόγ.) που βρίσκεται μπροστά σε κπ. ή σε κτ.: Ο ~ χώρος. Tο προκείμενο κτίριο. || (λογ.) Οι προκείμενες προτάσεις, οι δύο πρώτες προτάσεις ενός συλλογισμού. || (ως ουσ.) το προκείμενο, το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, συζήτηση: Έρχομαι / έλα στο προκείμενο. (έκφρ.) επί του προκειμένου / (λόγ.) εν προκειμένω, για το (συγκεκριμένο) θέμα που γίνεται λόγος, συζήτηση.

[λόγ. < αρχ. προκείμενος, μπε. του πρόκειμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες