Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκατασκευάζω
1 εγγραφή
προκατασκευάζω [prokataskevázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κατασκευάζω κτ. εκ των προτέρων. 2. (μππ.) α. που αποτελείται από τυποποιημένα συστατι κά στοιχεία, τα οποία έχουν κατασκευαστεί αλλού και εκ των προτέρων και που συναρμολογούνται με βάση ένα προκαθορισμένο σχέδιο: Προκατασκευασμένα κτίρια / στοιχεία / κυκλώματα. β. (μτφ.) β1. που τον έχουν μεθοδεύσει εκ των προτέρων, σκηνοθετημένος: Προκατασκευασμένη δίκη / απόφαση. β2. που τον έχουν πάρει έτοιμο, χωρίς επεξεργασία, εμβάθυνση: Προκατασκευασμένες ιδέες / απόψεις.

[λόγ. < αρχ. προκατασκευάζω `ετοιμάζω από πριν΄ σημδ. αγγλ. prefabricate, prefabricated]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες