Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προκατακλυσμιαίος -α -ο [prokataklizmiéos] Ε4 : (περιπαικτικά) που είναι πάρα πολύ παλιός, παμπάλαιος: Προκατακλυσμιαία εποχή. Εμφανίστηκε με ένα προκατακλυσμιαίο αυτοκίνητο / καπέλο.
προκατακλυσμιαία ΕΠIΡΡ. [λόγ. προ- κατακλυσμ(ός) -ιαίος μτφρδ. γαλλ. antédiluvien]