Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκατακλυσμιαίος
1 εγγραφή
προκατακλυσμιαίος -α -ο [prokataklizmiéos] Ε4 : (περιπαικτικά) που είναι πάρα πολύ παλιός, παμπάλαιος: Προκατακλυσμιαία εποχή. Εμφανίστηκε με ένα προκατακλυσμιαίο αυτοκίνητο / καπέλο. προκατακλυσμιαία ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προ- κατακλυσμ(ός) -ιαίος μτφρδ. γαλλ. antédiluvien]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες