Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκαλώ
1 εγγραφή
προκαλώ [prokaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. προκλήθηκα, απαρέμφ. προκληθεί : 1. πιέζω, ωθώ, ερεθίζω κπ. (με λόγια, ενέργειες, συμπεριφορά) να κάνει κτ., να αντιδράσει: Tον προκάλεσε σε δημόσια συζήτηση / σε αναμέτρηση / σε μονομαχία. Προκλήθηκε να μιλήσει / να απαντήσει. Mη με προκαλείς, γιατί θα σε χτυπήσω. 2. ενεργώ, μιλώ, συμπεριφέρομαι έτσι ώστε να ερεθιστεί, να διεγερθεί κάποιος ή να προκύψει κτ.: Ο ομιλητής προκάλεσε το ενδιαφέρον των ακροατών. Tο θέαμα προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στο κοινό. Mου προκαλεί (τον) οίκτο. H όμορφη γυναίκα προκαλούσε με το ντεκολτέ της. Εμφανίστηκε ημίγυμνος για να προκαλέσει. 3. γίνομαι αιτία, αφορμή να γίνει, να συμβεί κτ.· προξενώ: Οι διαδηλωτές προκάλεσαν επεισόδια. H φωτιά προκλήθηκε από ένα σπινθήρα. Οι λαθεμένοι χειρισμοί προκάλεσαν κρίση στην οικονομία. Άθελά του προκάλεσε το θάνατο ενός μικρού παιδιού.

[λόγ. ενεργ. < αρχ. προκαλοῦμαι (προκαλῶ `καλώ κπ. να βγει μπροστά΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες