Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκαθήμενος
1 εγγραφή
προκαθήμενος ο [prokaθímenos] Ο20α : (εκκλ., για κληρικό) ο επικεφαλής: Ο ~ της εκκλησίας της Ελλάδος, ο αρχιεπίσκοπος. Ο ~ της Δυτικής Εκκλησίας, ο πάπας.

[λόγ. εν. < ελνστ. οἱ προκαθήμενοι `οι άρχοντες΄ (μπε. του αρχ. προκάθημαι `κάθομαι μπροστά΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες