Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκάλυψη
1 εγγραφή
προκάλυψη η [prokálipsi] Ο33 : (στρατ.) 1. το σύνολο των μέτρων και των ενεργειών για την απόκρουση αιφνιδιαστικής επίθεσης του εχθρού σε μια ορισμένη περιοχή: Zώνη προκάλυψης. || η αντίστοιχη περιοχή. 2. η εγκατάσταση στρατιωτικών τμημάτων μπροστά από το κύριο στράτευμα, σε καιρό εκστρατείας, με αποστολή τον έλεγχο των κινήσεων του εχθρού και την αντιμετώπισή του σε περίπτωση επίθεσης: Tα τμήματα προκάλυψης αναχαίτισαν την εχθρική επίθεση. 3. η φρούρηση των συνόρων του κράτους σε καιρό ειρήνης από στρατιωτικά τμήματα και η φρουρούμενη περιοχή. 4. (στο πυροβολικό) η απόκρυψη ενός τμήματος πυροβολικού από τη θέα του εχθρού, ώστε να μπορεί να εκτελεί βολές ανεμπόδιστα: Για την ~ της μοίρας χρησιμοποιήθηκε ένας λόφος.

[λόγ. < μσν. προκάλυψις < προ- καλύπ(τω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες