Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προικώος
1 εγγραφή
προικώος -α -ο [prikóos] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται στην προίκα ή που προέρχεται από αυτήν: Προικώο σπίτι / διαμέρισμα / κτήμα.

[λόγ. < ελνστ. προικῷος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες