Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προθέρμανση η [proθérmansi] Ο33 : 1. η εκ των προτέρων θέρμανση, που γίνεται ως προπαρασκευή, ως προετοιμασία: ~ του νερού της ατμομηχα νής. Kάνω ~ της μηχανής του αυτοκινήτου, τη βάζω για λίγο σε λειτουρ γία, ώστε να θερμανθεί πριν από το ξεκίνημα. ~ ηλεκτρικού φούρνου. 2. (αθλ.) οι ελαφρές ασκήσεις που εκτελεί κάποιος πριν από μια αθλητική δραστηριότητα· ζέσταμαβ: Ο ποδοσφαιριστής / ο αθλητής κάνει ~.
[λόγ. < ελνστ. προθέρμαν(σις) `προηγούμενο ζέσταμα΄ -ση σημδ. αγγλ. warming up ή γερμ. Anwärmen]