Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προηγούμαι
1 εγγραφή
προηγούμαι [proiγúme] Ρ10.9β : 1. βαδίζω πριν από άλλον (ή άλλους), προπορεύομαι, είμαι επικεφαλής. ANT έπομαι, ακολουθώ: Στην πορεία προηγούνται τα εργατικά σωματεία και έπονται τα κόμματα. Kατά την επίθεση προηγήθηκαν τα άρματα μάχης και ακολούθησε το πεζικό. || έχω προτεραιότητα, δικαιούμαι να είμαι πρώτος: Προηγούνται οι κυρίες / οι ηλικιωμένοι / οι ανάπηροι. Zήτησε να προηγηθεί στη σειρά, γιατί βιαζόταν. 2. έχω το προβάδισμα σε σχέση, σε σύγκριση με άλλον (ή άλλους), προπορεύομαι: H ομάδα προηγείται στο σκορ / στη βαθμολογία. H Iαπωνία προηγείται των άλλων χωρών στην ηλεκτρονική τεχνολογία. 3. συμβαίνω, βρίσκομαι χρονικά πριν από κπ. ή από κτ. άλλο: Προηγήθηκε μακρά περίοδος συγκρούσεων / συνεννοήσεων / ειρήνης / ξηρασίας. Tι είχε προηγηθεί του φόνου / πριν από το φόνο;

[λόγ. < αρχ. προηγοῦ μαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες