Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προεργασία η [proerγasía] Ο25 : η προπαρασκευαστική εργασία, η προετοιμασία: Στάδιο / φάση προεργασίας. Για τη σύνταξη ενός νόμου απαιτείται μεγάλη ~.
[λόγ. προ- εργασία μτφρδ. γερμ. Vorarbeit]