Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προεργασία
1 εγγραφή
προεργασία η [proerγasía] Ο25 : η προπαρασκευαστική εργασία, η προετοιμασία: Στάδιο / φάση προεργασίας. Για τη σύνταξη ενός νόμου απαιτείται μεγάλη ~.

[λόγ. προ- εργασία μτφρδ. γερμ. Vorarbeit]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες