Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προεξαγγέλλω [proeksangélo] -ομαι Ρ (βλ. εξαγγέλλω) : εξαγγέλλω κτ. εκ των προτέρων: Ο υπουργός έσπευσε να προεξαγγείλει αυξήσεις μισθών και ημερομισθίων.
[λόγ. < αρχ. προεξαγγέλλω]