Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προελέγχω
1 εγγραφή
προελέγχω [proeléŋxo] -ομαι Ρ (βλ. ελέγχω) : ενεργώ προκαταρκτικό έλεγχο.

[λόγ. < ελνστ. προελέγχω `ανασκευάζω από πριν΄ κατά τη σημ. του προέλεγχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες