Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προελέγχω [proeléŋxo] -ομαι Ρ (βλ. ελέγχω) : ενεργώ προκαταρκτικό έλεγχο.
[λόγ. < ελνστ. προελέγχω `ανασκευάζω από πριν΄ κατά τη σημ. του προέλεγχος]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. προελέγχω `ανασκευάζω από πριν΄ κατά τη σημ. του προέλεγχος]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |