Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προεκτείνω
1 εγγραφή
προεκτείνω [proektíno] -ομαι Ρ (βλ. εκτείνω) : 1. αυξάνω κτ. σε μήκος, σε έκταση, σε επιφάνεια· επεκτείνω, επιμηκύνω: H εθνική οδός θα προεκταθεί ως τα σύνορα. Παράλληλες είναι δύο γραμμές που, όσο κι αν τις προεκτείνουμε, ποτέ δε συναντώνται. 2. (μτφ.) δίνω σε κτ. μεγαλύτερη νοητική έκταση, εύρος: ~ τη σκέψη μου / το συλλογισμό μου / το συμπέρασμά μου.

[λόγ. < ελνστ. προεκτείνω `τεντώνω μπροστά΄ σημδ. γαλλ. prolonger]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες