Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προεισπράττω
1 εγγραφή
προεισπράττω [proispráto] -ομαι Ρ (βλ. εισπράττω) : εισπράττω κτ. (ένα χρηματικό ποσό) πριν από τον κανονικό, από τον καθορισμένο χρόνο: Έχει προεισπράξει τους μισθούς τριών μηνών. Tο κράτος προεισπράττει ένα μέρος των φόρων του επόμενου έτους.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. προεισπράσσομαι `εισπράττω από οφειλέτη΄ (-ττ- κατά την αρχ. αττ. διάλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες