Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προεγχειρητικός -ή -ό [proenxiritikós] Ε1 : που προηγείται της εγχείρησης. ANT μετεγχειρητικός: Προεγχειρητική αγωγή. Προεγχειρητικές εξετάσεις. ~ έλεγχος.
προεγχειρητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. προ- εγχειρητικός μτφρδ. γαλλ. préopératoire]