Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προεγγραφή η [proeŋγrafí] Ο29 : η αρχική, η προσωρινή εγγραφή κάποιου (πριν από την οριστική) σε έναν κατάλογο, σε μια κατάσταση κτλ.: Άρχισαν οι προεγγραφές για την αγορά τίτλων του δημοσίου / των μετοχών της τάδε τράπεζας.
[λόγ. προ- εγγραφή]