Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προείσπραξη
1 εγγραφή
προείσπραξη η [proíspraksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προεισπράττω: ~ φόρων / μισθών / τόκων.

[λόγ. προεισπρακ- (δες προεισπράττω) -σις > -ση κατά το σχ.: εισπράττω - είσπραξις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες