Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προδρομικός
1 εγγραφή
προδρομικός -ή -ό [proδromikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον πρόδρομο: Προδρομικοί ποιητές, που προηγούνται, που προετοιμάζουν την εμφάνιση άλλων. Προδρομική σκέψη, που προετοιμάζει το έδαφος για κτ. καινούριο. 2. (ιατρ.) ~ πλακούντας, ο πλακούντας που δε βρίσκεται στη φυσιολογική του θέση στον τράχηλο της μήτρας: Ο ~ πλακούντας προκαλεί δυστοκία και αιμορραγίες στην έγκυο. προδρομικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. πρόδρομ(ος) -ικός, μτφρδ.: 1: γαλλ. precurseur· 2: νλατ. placenta previa (διαφ. το μσν. προδρομικός, για τον Ιωάννη Πρόδρομο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες