Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προδιόρθωση η [proδiórθosi] Ο33 : σχήμα λόγου κατά το οποίο, πριν να ειπωθεί κτ. δυσάρεστο ή απροσδόκητο, προτάσσεται μια φράση κατάλληλη ώστε να προετοιμάσει τον ακροατή (να μετριάσει την εντύπωσή του ή να προλάβει πιθανή αποδοκιμασία του)· προθεραπεία, π.χ. «Θα σου πω κάτι αλλά μην παρεξηγηθείς», «Θα σου πω κτ. αλλά φοβάμαι ότι θα στενοχωρηθείς».
[λόγ. < ελνστ. προδιόρθω(σις) -ση]