Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προδιαγράφω
1 εγγραφή
προδιαγράφω [proδiaγráfo] -ομαι Ρ (βλ. διαγράφω) : καθορίζω κτ. εκ των προτέρων, επηρεάζω καθοριστικά, αποφασιστικά (μια πορεία, μια εξέλιξη, μια έκβαση)· προκαθορίζω: Οι αλλαγές στο περιβάλλον προδιαγράφουν μεταβολές στις συνήθειές μας. H έκβαση των διαπραγματεύσεων έχει ήδη προδιαγραφεί. Οι λαθεμένες επιλογές του παρελθόντος προδιέγραψαν την αρνητική πορεία της οικονομίας.

[λόγ. < ελνστ. προδιαγράφω `κάνω διάγραμμα από πριν΄ σημδ. γαλλ. prescrire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες