Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προγυμνάζω
1 εγγραφή
προγυμνάζω [projimnázo] -ομαι Ρ2.1 : (παρωχ.) προετοιμάζω μαθητή για εξετάσεις (με ιδιαίτερα μαθήματα ή με φροντιστήριο).

[λόγ. < αρχ. προγυμνάζω `ασκώ από πριν΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες