Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προγραμματίζω
1 εγγραφή
προγραμματίζω [proγramatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. καταστρώνω ένα πρόγραμμα, σχεδιάζω εκ των προτέρων τις ενέργειες, τη δράση μου: Έχω προγραμματίσει μια σειρά επισκέψεων / εκπομπών / εμφανίσεων / εκδηλώσεων. Πραγματοποίησε το προγραμματισμένο ταξίδι του στο εξωτερικό. Έχεις προγραμματίσει τίποτα για το καλοκαίρι / για το βράδυ; Προγραμματισμένες ενέργειες / συναντήσεις / εκδηλώσεις. 2. (τεχνολ.) συντάσσω ή θέτω σε λειτουργία ένα πρόγραμμα: α. για ηλεκτρονικό υπολογιστή. β. για μηχάνημα ή μηχανισμό που λειτουργεί με αυτοματισμό: Έχω προγραμματίσει το πλυντήριο / το βίντεο. || (μππ., προφ.) για κπ. που σχεδιάζει εκ των προτέρων τις ενέργειες, τη δράση του. ANT απρογραμμάτιστος: Είναι προγραμματισμένος άνθρωπος.

[λόγ. προγραμματ- (πρόγραμμα) -ίζω μτφρδ. γαλλ. programmer & αγγλ. program (δες στο πρόγραμμα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες