Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προγνωστικός
1 εγγραφή
προγνωστικός -ή -ό [proγnostikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πρόγνωση, συνήθ. ως ουσ.: 1. τα προγνωστικά, η πρόβλεψη που γίνεται με βάση ορισμένα στοιχεία, δεδομένα: Tα προγνωστικά του ποδοσφαίρου / των ιπποδρομιών / των εκλογών. 2. το προγνωστικό: α. η ιδιότητα ή ικανότητα κάποιου να προβλέπει, να προμαντεύει κτ. β. (ιατρ.) η πρόβλεψη της πορείας μιας ασθένειας.

[λόγ.: 2α: αρχ. προγνωστικός· 2β: ελνστ. σημ.· 1: σημδ. γαλλ. pronostic, πληθ. -ics < υστλατ. prognosticus < ελνστ. προγνωστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες