Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προγεφύρωμα
1 εγγραφή
προγεφύρωμα το [projefíroma] Ο49 : 1. τμήμα εχθρικού εδάφους, κοντά σε ακτή ή σε όχθη, που καταλαμβάνεται και οχυρώνεται από μια στρατιωτική μονάδα με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως χώρος απόβασης ή προώθησης της κύριας εκστρατευτικής δύναμης: Πριν από την απόβαση οι σύμμαχοι δημιούργησαν ένα ισχυρό ~ στις ακτές της Nορμανδίας. 2. (μτφ.) το κατάλληλο, το ευνοϊκό έδαφος που προετοιμάζει κάποιος για να προωθήσει μελλοντικά θέσεις, ενέργειες ισχύος ή επιβολής του (σε ένα χώρο που επικρατούν συνθήκες αντιπαλότητας, ανταγωνισμού): Οι Iάπωνες δημιούργησαν μόνιμα προγεφυρώματα για την οικονομική τους διείσδυση στις αγορές της Ευρώπης και της Aμερικής.

[λόγ. προ- ελνστ. γεφύρωμα `γέφυρα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες