Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προβοκατόρικος
1 εγγραφή
προβοκατόρικος -η -ο [provokatórikos] Ε5 & προβοκατορικός -ή -ό [provokatorikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε προβοκάτορα, σκόπιμα προκλητικός: Προβοκατόρικη συμπεριφορά / στάση / ενέργεια. Γράφτηκαν στους τοίχους προβοκατόρικα συνθήματα. προβοκατόρικα ΕΠIΡΡ.

[προβοκάτορ(ας) -ικος· λόγ. προβοκατορ- (δες προβοκάτορας) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες