Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προβοκατόρικος -η -ο [provokatórikos] Ε5 & προβοκατορικός -ή -ό [provokatorikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε προβοκάτορα, σκόπιμα προκλητικός: Προβοκατόρικη συμπεριφορά / στάση / ενέργεια. Γράφτηκαν στους τοίχους προβοκατόρικα συνθήματα.
προβοκατόρικα ΕΠIΡΡ. [προβοκάτορ(ας) -ικος· λόγ. προβοκατορ- (δες προβοκάτορας) -ικός]