Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προβληματικός
1 εγγραφή
προβληματικός -ή -ό [provlimatikós] Ε1 : που έχει, που παρουσιάζει πολλά προβλήματα, πολλές δυσκολίες: H σχέση του ζευγαριού είναι προβληματική. Οι προβληματικές περιοχές της χώρας χρειάζονται ιδιαίτερη ενίσχυση. Οι έντονες διαφωνίες δημιούργησαν προβληματική κατάσταση στις διαπραγματεύσεις. || (προφ.): Tο ψυγείο ήταν απ΄ την αρχή προβληματικό. || (οικον.): Προβληματικές επιχειρήσεις και ως ουσ. οι προβληματικές, βιομηχανικές ή εμπορικές επιχειρήσεις (δημόσιες ή ιδιωτικές), που αδυνατώντας να ανταποκριθούν στις οικονομικές ή σε άλλες υποχρεώσεις τους, παρουσιάζουν έντονα προβλήματα επιβίωσης. || (ιατρ.): Προβληματικά παιδιά, με διανοητικά ή με κινητικά προβλήματα και με αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης. || (ψυχ.): Προβληματικά άτομα, με δυσκολίες ισορροπίας και προσαρμογής στο στενότερο ή στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. || (επέκτ.) αβέβαιος, αμφίβολος (ως προς την έκβαση ή την εξέλιξη): H εκτίμηση της διεθνούς κατάστασης είναι προβληματική. H συνέχιση των συζητήσεων / η επίτευξη συμφωνίας κατέστη προβληματική. || (φιλοσ., λογ.): Προβληματικές κρίσεις / προτάσεις, στις οποίες η κατάφαση ή η άρνηση παρουσιάζονται απλώς ως δυνατές, π.χ. «Ίσως / δεν αποκλείεται να κατοικείται ο Άρης». προβληματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. προβληματικός `σχετικός με πρόβλημα΄ σημδ. γαλλ. problématique & αγγλ. problem (δες στο προβληματική)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες