Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προβλεπτικότητα
1 εγγραφή
προβλεπτικότητα η [provleptikótita] Ο28 : η ιδιότητα, η ικανότητα του προβλεπτικού· προνοητικότητα.

[λόγ. προβλεπτικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες