Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προβιομηχανικός -ή -ό [proviomixanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε εποχές ή σε κοινωνίες πριν από την περίοδο της εκβιομηχάνι σης. ANT μεταβιομηχανικός: Προβιομηχανική περίοδος / εποχή / κοινωνία. Kοινωνικές / παραγωγικές σχέσεις προβιομηχανικού τύπου.
[λόγ. προ- βιομηχανικός μτφρδ. αγγλ. preindustrial]