Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προβάδισμα
1 εγγραφή
προβάδισμα το [prováδizma] Ο49 : η πρώτη θέση, η υπεροχή που κατακτάται από κπ., ο οποίος προηγείται έναντι άλλων σε κάποια φάση μιας διαδικασίας, άμιλλας, ανταγωνισμού: Παίρνω / έχω / διεκδικώ / κατακτώ / χάνω το ~. H εθνική ομάδα πήρε / έχει το ~ στο σκορ / στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα μπάσκετ. H Iαπωνία κατέκτησε το ~ στον τομέα της τεχνολογίας. Οι δημοσκοπήσεις φέρουν την κυβέρνηση να διατηρεί το ~ στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. || η προτεραιότητα2: H κυβέρνηση έδωσε ~ στα μεγάλα έργα.

[λόγ. προ- βάδισμα μτφρδ. αγγλ. precedence]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες