Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προαφαιρώ [proaferó] -ούμαι Ρ10.9 : αφαιρώ εκ των προτέρων, προκαταβολικά: Tο τελικό ποσό προκύπτει αφού προαφαιρεθούν οι τόκοι και οι κρατήσεις.
[λόγ. < ελνστ. προαφαιρῶ]