Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προασπιστής
1 εγγραφή
προασπιστής ο [proaspistís] Ο7 θηλ. προασπίστρια [proaspístria] Ο27 : αυτός που προασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει ενεργά κτ.· υπερασπιστής: ~ των συμφερόντων του λαού.

[λόγ. < ελνστ. προασπιστής· λόγ. προασπισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες