Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προαπόδειξη
1 εγγραφή
προαπόδειξη η [proapóδiksi] Ο33 : (νομ.) κάθε έγγραφο που καταθέτουν οι διάδικοι (μετά την έναρξη της δίκης αλλά πριν από την προδικαστική απόφαση) για να αποδείξουν την αλήθεια των ισχυρισμών τους.

[λόγ. < ελνστ. προαπόδειξις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες