Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προαπόδειξη η [proapóδiksi] Ο33 : (νομ.) κάθε έγγραφο που καταθέτουν οι διάδικοι (μετά την έναρξη της δίκης αλλά πριν από την προδικαστική απόφαση) για να αποδείξουν την αλήθεια των ισχυρισμών τους.
[λόγ. < ελνστ. προαπόδειξις (-σις > -ση)]