Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προανακρίνω
1 εγγραφή
προανακρίνω [proanakríno] -ομαι Ρ (βλ. ανακρίνω) : υποβάλλω κπ. σε προανάκριση.

[λόγ. < αρχ. προανακρίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες