Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προανάκρουσμα
1 εγγραφή
προανάκρουσμα το [proanákruzma] Ο49 : 1. ενέργεια ή γεγονός που προμηνύει κτ. άλλο μεγαλύτερης έκτασης, σπουδαιότητας, σοβαρότητας: Οι δολοφονίες πολιτικών προσώπων ήταν το ~ ενός μεγάλου κύματος βίας. 2. (μουσ., σπάν.) πρελούντιο.

[λόγ.: 2: ελνστ. προανακρουσ- (προανακρούομαι) `παίζω πρελούδιο΄ -μα· 1: σημδ. γαλλ. prelude]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες