Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προαλείφω
1 εγγραφή
προαλείφω [proalífo] -ομαι Ρ4 : (λόγ.) 1. προετοιμάζω κπ. για κτ., τον προορίζω ιδίως για την ανάληψη κάποιου αξιώματος: Tον προαλείφουν για τη θέση του διευθυντή. Προαλείφεται για υπουργός. 2. (παθ.) προδιαγράφομαι, αρχίζω να διαμορφώνομαι (μέσα από μια πορεία, εξέλιξη): Οι εξελίξεις δεν προαλείφονται θετικές. Πρέπει να αντιμετωπιστούν έγκαιρα οι προαλειφόμενοι κίνδυνοι.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. προαλείφομαι `αλείβομαι από πριν με λάδι (για να κατέβω στην παλαίστρα)΄, αρχ. προαλείφω `σκεπάζω από πριν΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες