Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προαιώνιος
1 εγγραφή
προαιώνιος -α -ο [proeónios] Ε6 : που υπάρχει από πολλούς αιώνες, παμπάλαιος, πανάρχαιος: H προαιώνια πίστη του ανθρώπου στο Θεό. Οι δυο λαοί χωρίζονται από προαιώνια έχθρα. προαιώνια & (λόγ.) προαιωνίως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. προαιώνιος, προαιωνίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες