Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προαγωγός
1 εγγραφή
προαγωγός ο [proaγογós] Ο17 θηλ. προαγωγός [proaγoγós] Ο34 : αυτός που εξωθεί, που παρακινεί μια γυναίκα στην πορνεία· μαστροπός: Στα μπαρ του λιμανιού σύχναζαν πόρνες και προαγωγοί.

[λόγ. < αρχ. προαγωγός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες