Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προΰπαρξη
1 εγγραφή
προΰπαρξη η [proíparksi] Ο33 (χωρίς πληθ.) : το γεγονός του προϋπάρχω, η ύπαρξη προσώπου, πράγματος ή κατάστασης πριν από την εμφάνιση κάποιου άλλου, με το οποίο συνυπάρχει ή από το οποίο προηγήθηκε: H ~ του Θεού πριν από τη δημιουργία του κόσμου. H αρχαιολογική έρευνα επιβεβαίωσε την ~ παλαιότερου ναού στα θεμέλια του σημερινού.

[λόγ. < ελνστ. προΰπαρξις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες