Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προέλεγχος
1 εγγραφή
προέλεγχος ο [proéleŋxos] Ο19 : ο έλεγχος που γίνεται εκ των προτέρων, ο προκαταρκτικός έλεγχος.

[λόγ. < ελνστ. προελέγχ(ω) -ος κατά το σχ.: ελέγχω - έλεγχος μτφρδ. αγγλ. pre-check]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες