Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πριόνισμα
1 εγγραφή
πριόνισμα το [priónizma] Ο49 : η ενέργεια του πριονίζω. 1. το κόψιμο με πριόνι: Tο πόδι του τραπεζιού θέλει ~. 2. (μτφ.) η αργή, μεθοδική φθορά, αποδυνάμωση.

[πριονισ- (πριονίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες