Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πριγκιπάτο
1 εγγραφή
πριγκιπάτο το [pringipáto] Ο39 : μικρή χώρα, περιοχή που ο κυβερνήτης της φέρει τον τίτλο του πρίγκιπα: Tο ~ του Λιχτενστάιν / του Mονακό.

[λόγ. < μσν. πριγκιπάτον < ιταλ. principato]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες