Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρεσβύωπας
1 εγγραφή
πρεσβύωπας ο [prezvíopas] Ο5 : αυτός που πάσχει από πρεσβυωπία. ANT μύωπας.

[λόγ. πρεσβυ(ωπία) -ωψ > -ωπας κατά το μύωψ > μύωπας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες