Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρεσβυτικός
1 εγγραφή
πρεσβυτικός -ή -ό [prezvitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πρεσβύτη, γεροντικός.

[λόγ. < αρχ. πρεσβυτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες