Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρεσβευτικός
1 εγγραφή
πρεσβευτικός -ή -ό [prezveftikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πρέσβη, στον πρεσβευτή ή στην πρεσβεία: Πρεσβευτική διακοίνωση.

[λόγ. < ελνστ. πρεσβευτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες