Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρεσβεία
2 εγγραφές [1 - 2]
πρεσβεία η [prezvía] Ο25 : 1. μόνιμη, ανώτερου επιπέδου διπλωματική αντιπροσωπεία μιας χώρας στην πρωτεύουσα ξένου κράτους και το αντίστοιχο προσωπικό: Οι ελληνικές πρεσβείες πήραν οδηγίες από την κυβέρνηση για το χειρισμό των εθνικών μας θεμάτων. Aνώτερος υπάλληλος ξένης πρεσβείας απελάθηκε ως κατάσκοπος. 2. το κτίριο, ο χώρος όπου στεγάζεται η διπλωματική αντιπροσωπεία: Tοποθετήθηκε βόμβα στην ~ του Iσραήλ. Δόθηκε δεξίωση στη γαλλική ~.

[λόγ. < αρχ. πρεσβεία]

πρεσβεία τα [prezvía] Ο39 : τιμές, προνόμια που απονέμονται σε ανθρώπους γεροντικής ηλικίας.

[λόγ. < αρχ. τά πρεσβεῖα, πληθ. του πρεσβεῖον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες