Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρεπούμενος
1 εγγραφή
πρεπούμενος -η -ο [prepúmenos] Ε5 : (λαϊκότρ.) ο πρέπων: Tα λόγια του (δεν) ήταν τα πρεπούμενα. πρεπούμενα ΕΠIΡΡ.

[πρέπ(ει) -ούμενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες