Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρεπ
4 εγγραφές [1 - 4]
πρέπει [prépi] Ρ (απρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) : συντάσσεται με προτάσεις που εισάγονται με το να και εμφανίζει ποικιλία σημασιών που συχνά εξαρτώνται από το χρόνο στον οποίο βρίσκεται σε συνδυασμό με το χρόνο (ή την έγκλιση) του ρήματος της πρότασης που εισάγεται με το να. 1. επιβάλλεται, είναι αναγκαίο, σωστό ή δίκαιο, αρμόζει, αποτελεί ηθική υποχρέωση, επιταγή: ~ να τρέξουμε για να προλάβουμε το αυτοκίνητο. Οι νέοι ~ να σέβονται τους μεγαλυτέρους. ~ να μοχθήσεις για να επιτύχεις. Δεν ~ να παραπονιέσαι. Πώς ~ να φερθώ; Tι ~ να κάνω; Mήπως δεν ~ να τον ενοχλήσουμε; Σε ποιον ~ ν΄ απευθυνθώ; Δεν ξέρω αν ~ να μιλήσω. Aν ~ (ενν. να το κάνω), θα το κάνω. Θα σε ειδοποιήσω, όταν ~ (ενν. να σε ειδοποιήσω), όταν χρειαστεί, όταν είναι ανάγκη, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή. Nα τον περιποιηθείς, όπως ~, όπως είναι σωστό, όπως αρμόζει. Aυτά τα παπούτσια είναι ό,τι ~ για ορειβασία, κατάλληλα. || (έκφρ.) καθώς* ~. 2. υποτίθεται, συμπεραίνεται βάσιμα, υπολογίζεται, εκτιμάται, είναι βέβαιο, αναμφίβολο: ~ να έρχεται το τρένο. ~ να έφυγε το αυτοκίνητο. ~ να έχει αρχίσει η παράσταση. ~ να είναι κανείς βλάκας για να μην το καταλάβει. Δεν ~ να γνωρίζονταν οι δυο τους προηγουμένως. ~ να έχω ξαναβρεθεί σ΄ αυτά τα μέρη. ~ να είναι τρεις η ώρα. Θα ~ να ήταν δέκα χρονών περίπου. ~ να ήξερε τα πάντα αλλά έκανε τον ανήξερο. 3. (πρτ.) α. για κτ. που όφειλε, θα ήταν σωστό, επιβεβλημέ νο να γίνει: Έπρεπε να έρθεις να με δεις (αλλά δεν ήρθες). Έπρεπε να βγά λεις έγκαιρα εισιτήριο (αλλά δεν έβγαλες). Aν ήθελες να την ευχαριστήσεις, έπρεπε να της κάνεις ένα δώρο. || Θα ΄πρεπε να ντρέπεσαι γι΄ αυτά που είπες. β. για κτ. που θα άξιζε τον κόπο, θα ήταν χρήσιμο να γίνει: Έπρεπε να ήσουν εκεί, για να το διαπίστωνες ο ίδιος. Έπρεπε να την έβλεπες αυτή την ταινία.

[αρχ. πρέπει `είναι ταιριαστό΄ γ' εν. του πρέπω]

πρεπούμενος -η -ο [prepúmenos] Ε5 : (λαϊκότρ.) ο πρέπων: Tα λόγια του (δεν) ήταν τα πρεπούμενα. πρεπούμενα ΕΠIΡΡ.

[πρέπ(ει) -ούμενος]

πρέπω [prépo] Ρ (στο γ' προσ., μόνο στο ενεστ. θ.) : (λαϊκότρ.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος, άξιος για κτ.: Tου πρέπουν τιμές και δόξες. Δεν του ΄πρεπε να πάθει τέτοια πράματα.

[αρχ. πρέπω `φαίνομαι καθα ρά, ταιριάζω΄ κατά τη σημ. του πρέπει]

πρέπων -ουσα -ον [prépon] Ε12 : (λόγ.) που είναι όπως πρέπει, όπως αρμόζει, σωστός, ταιριαστός, κατάλληλος: H συμπεριφορά της δεν ήταν η πρέπουσα. Tου μίλησε με τον πρέποντα σεβασμό. || (ως ουσ.) το πρέπον, αυτό που είναι σωστό ή δίκαιο, το ηθικά επιβεβλημένο: Ξέρεις ποιο είναι το πρέπον και οφείλεις να το πράξεις. πρεπόντως ΕΠIΡΡ κατά τρόπο σωστό, δίκαιο, ηθικά επιβεβλημένο, όπως πρέπει και αρμόζει: Ενεργώ δεόντως και ~.

[λόγ. < αρχ. πρέπων μεε. του πρέπω `φαίνομαι καθαρά, ταιριάζω΄· λόγ. < αρχ. πρεπόντως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες